-
1 ἐλπίς
ἐλπίς, ίδος, ἡ, Erwartung künftiger Dinge; δόξας μελλόντων, οἷν κοινὸν ὄνομα ἐλπίς Plat. Legg. I, 644 c. Gew. – 1) Hoffnung; ἔτι ἐλπίδος αἶσα, noch ist Hoffnung, Od. 16, 101. 19, 84; Hes., Pind. u. Folgde; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος Aesch. Pers. 790; σαίνομαι ὑπ' ἐλπίδος Ch. 192; ἐλπίδας ἔν τινι κατοικίσαι, in ihm gründen, erwecken, Prom. 250; πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων, sind gebrochen, Ag. 491; ἔχ' ἐλπίδα, habe Hoffnung, hoffe, Soph. O. R. 835; ἐλπίδες πάρεισι El. 800; κεναῖσιν ἐλπίσιν ϑερμαίνεται, ἐξήρετο, Ai. 473 El. 1452; κοὐκ ἔστιν ἔτ' ἐλπῖς ο ὐδεμία σωτηρίας, auf Rettung, Ar. ph. 946, wie Thuc. 1, 65 u. A. Die Vrbdgn ἐλπίδα παρέχειν, προϑεῖ. ναι, ἐμποιεῖν u. ä., Hoffnung machen, λαμβάνειν, fassen, ἐπ' ἐλπίδος ὀχεῖσϑαι u. ψεύδειν, ἀποκόπτειν, ἁμαρτεῖν, καταβάλλειν, s. unter diesen Verbis. Gew. ἐλπίς ἐστιν, ἐν ἐλπίδι εἶναι, γίγνεσϑαι, ἐλπίδα ἔχειν, mit folgdm acc. c. inf., gew. fut.; Aesch. Ag. 665 u. sonst; aor., Pind. P. 3, 111; Aesch. Spt. 349; Soph. O. R. 836 Ant. 235; Plat. Phaed. 67 b; Xen. Hell. 6, 3, 20 Mem. 2, 6, 38; εἰς ἐλπίδα ἦλϑον τοῦ ἑλεῖν Thuc. 2, 56; praes., Aesch. Ag. 1409; Soph. Tr. 137; νῠν ἐλπὶς ἤδη καὶ ϑάτερον οὕτως ἀναφαίνεσϑαι Plat. Soph. 250 c, vgl. Apol. 40 c; ὡς ὀφϑήσομαι Eur. Tr. 487; ὥστε μὴ ϑανεῖν Or. 52; – ἐλπίδας ἔν τινι ἔχειν, auf Einen gesetzt haben, Xen. Cyr. 1, 4, 25 u. A., wie Isocr. 4, 121, ἐλπ. τῆς σωτηρίας ἐν αὐτῷ ἔχομεν; ἔς τινα, Soph. O. C. 1746; ἐπί τινι, Eur. Or. 1059; ἐπί τι, D. Sic. 14, 101; τινός, auf ihm beruhende, z. B. τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 2, 89; vgl. Soph. El. 833; αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, die auf euch gesetzten, Thuc. 1, 69; αἱ τῶν Ἑλλήνων εἰς ὑμᾶς ἐλπίδες 3, 14; ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Pol. 14, 1, 5; περί τινος, D. Hal. 5, 27. – 2) allgemein = Erwartung, Meinung; παρ' ἐλπίδα, wider Erwarten, Aesch. Ag. 873; Soph. Phil. 870; σοφόν τι ὑπὲρ ἐλπ ίδ' ἔχων Ant. 363; ἀπ' ἐλπίδος, Aesch. Ag. 971 Soph. El. 1116, anders als man erwartete; ϑεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, nach Erwarten, Pind. P. 2, 49; οὐκ ἐπ' ἐλπίδι φάνϑη Eur. Herc. Fur. 804; ἐπὶ τίνι ἐλπίδι ζῇς Plat. Alc. I, 105 a; ἐκτὸς ἐλπίδος γνώμης τ' ἐμῆς σωϑείς Soph. Ant. 330; ἀλλὰ ἐλπὶς πολλή, τὸ γένος ἡμῖν τοῦτο νοητὸν εἶναι Plat. Legg. X, 898 c, wir dürfen erwarten, vermuthen, daß –. – 3) von bösen Dingen, Besorgniß, Furcht; προςῆλϑεν ἐλπίς, ἣν φοβουμένη Eur. Or. 859; τῶν μελλόντων κακῶν Luc. Tyrann. 3; bes. Sp. – 4) übertr., das, worauf man seine Hoffnung setzt, wie bei uns; Ὀρέστης οἴχεται ἐλπὶς δόμων Aesch. Ch. 765; ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, ἡ μόνη ἐλπίς Thuc. 3, 57; in Grabschriften, ἡ γονέων ἐλπίς, z. B. Inscr. 948. ἔλπισις, ἡ, das Hoffen, Sp.
-
2 προ-εῖπον
προ-εῖπον, inf. προειπεῖν (s. εἶπον u. vgl. προαγορεύω, προερῶ), voraussagen; in tmesi, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν, Cd. 1, 37; τῷ κηρύγματι, ᾡπερ προεῖπας ἐμμένειν, Soph. O. R. 351, wo die mss. προςεῖπας lesen; – heraussagen, bekannt machen, πόλεμον, Krieg ankündigen, ξενίην τινί, Her. 7, 116; c. inf., 1, 21. 6, 137; ϑάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῠτα, Plat. Legg. III, 698 c; προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν, Rep. VIII, 551 b; Xen. Cyr. 1, 6, 18 u. öfter; προεῖπεν αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου, Dem. 59, 9, anklagen; – bevorworten, τοσοῠτόν μοι προειρήσϑω, Isocr. 4, 14; Sp., προειπεῖν ὑπὲρ τοῠ μέλλοντος, Pol. 6, 3, 2; Plut.
См. также в других словарях:
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… … Wikipedia
σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… … Dictionary of Greek